- χέσμα
- χέσμα, ατος, τό,A excrement, Heras ap.Gal.12.939,942, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χέσμα — excrement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέσμα — τὸ, Α [χέζω] αποπάτημα, κόπρανο … Dictionary of Greek
χέσματα — χέσμα excrement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέσματος — χέσμα excrement neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγόχεσμα — το η σκούρα κηλίδα που αφήνει η μύγα πάνω στα διάφορα αντικείμενα, το αποπάτημα τής μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύγα + χέσμα] … Dictionary of Greek